Κυριακή 3 Απριλίου 2016

Από την Ναυτική ζωή!

                                                          Από την Ναυτική ζωή,

Η ζέστη ήταν ανυπόφορη στο Περναμπούκο Βραζιλίας, το πλήρωμα του βαποριού όλοι έλληνες νεαρά παιδιά, οι γυναίκες σαν τις μέλισσες όπου κολλούσαν, άφηναν το κεντρί τους, η πειθαρχία των ναυτικών είχε χαθεί, βγαίνανε έξω και δεν γύριζαν στην βάρδια, η τύχη τόφερε ένας Κεφαλλονίτης θερμαστής είχε την βάρδια 4-8, όταν ήρθε η ώρα της σκάντζας βάρδιας τα χαράματα  και δεν εμφανίστηκε, τότε  ο θερμαστής των 12-4 έκλεισε τις φωτιές απ’  τα καζάνια και βγήκε έξω, τον περίμενε η γκόμενα,
Σαν ξημέρωσε μια απόλυτη ησυχία επικρατούσε στο βαπόρι, είχε σταματήσει η παραγωγή ατμού μαζί με αυτό και η παραγωγή ηλεκτρισμού.
Κατεβαίνει κάτω ο πλοίαρχος ο καπετάν Γιάννης,  ξυπνάνε τους μηχανικούς βάνουν μπροστά τις φωτιές στα καζάνια, σε λιγάκι νάσου και ανεβαίνει τις σκάλες ο Κεφαλλονίτης, γελώντας γεμάτος μυρωδιά  γυναίκας, ο καπετάνιος χειροδίκησε φώναξαν την αστυνομία και τον έστειλαν στην Ελλάδα.
Έπρεπε να ξαναέρθει η πειθαρχία, αλλιώς ήμασταν χαμένοι.   
        
Ξεκινήσαμε  από    το Περναμπούκο Βραζιλίας περάσαμε τον νότιο ατλαντικό, καβατζάραμε  το ακρωτήρι της καλής Ελπίδας και αγκυροβολήσαμε στο port Elizabeth, South Africa.
Περπατώντας στην πλατεία της πολιτείας αυτής μας κουράστηκα, κάποτε συνάντησα τον Ονέσιμο έναν ναύτη από το βαπόρι μας που κι αυτός έκανε βόλτες πήγαμε να πιούμε  μια κόκα κόλα σε καφετέρια  που ιδιοκτήτες ήταν Έλληνες.
Αμέσως μας πλησίασε ο Έλληνας και μας λέει δεν μπορώ να σας σερβίρω πρέπει να φύγετε. Μα γιατί; Είπα.  
Να αυτός ο φίλος σου δεν μου φαίνεται αρκετά άσπρος,
Η αλήθεια είναι ότι αυτός ήταν από την Ονδούρας και είχε το χρώμα των λατινοαμερικάνων της Καραϊβικής,
Ο Ονέσιμο παρεξηγήθηκε διαμαρτυρήθηκε,
Μα δεν είμαι μαύρος.
Εν τέλει μας πέταξαν έξω αν και ο ιδιοκτήτης μου εξήγησε μπορώ να πάω μόνος μου να καθίσω και να πιω ότι θέλω, συνεχίσαμε το περπάτημα, μας διπλάρωσε μαύρος ταξιτζής, έχω λευκές γυναίκες, κοντοσταθήκαμε,
Που τις έχεις;
Στο ταξί μου…
Αν θέλετε πάμε βόλτα.

Από εκεί στην Βιρμανία τη σημερινή Μυανμάρ, φουντάραμε σε ποταμό και  άρχισε η ξεφόρτωση, κλεισμένοι μέσα όταν με φώναξε ο καπετάνιος να με στείλει στο πρακτορείο στην στεριά,    μπήκα σε ένα πλεούμενο αυτό που ανέβαινε το ποτάμι να με βγάλει στην αποβάθρα.
Πήγα στον πράκτορα, του λέω με στέλνει ο καπετάνιος να πάμε  στην αστυνομία να καταγγείλω μια κλεψιά κλέφτες μπήκαν στο βαπόρι, μας κόψανε τα σχοινιά από τις σωσίβιες λέμβους.
Ο πράκτορας με κοίταξε με ένα περίλυπο ύφος, με άκουε που του μίλαγα σαν να άκουγε το φτερούγισμα μύγας που πετούσε, φορούσε για παντελόνι όπως και όλοι τους ένα πολύχρωμο πανί σαν τραπεζομάντιλο ζωσμένος με αυτό από την μέση και κάτω.
Μα  που νομίζεις ότι βρίσκεσαι; Μου το πέταξε έτσι απότομα!
Το κοίταξα χωρίς να καταλαβαίνω,  μετά  σαν να τον  τσίμπησε η μύγα, αυτή που έπαψε να φτερουγίζει,  ζωντάνεψε  σηκώθηκε απ την καρέκλα ήρθε κοντά μου και μου λέει:
Μια συμβουλή σας δίνω, γύρισε στο βαπόρι. Μη πείτε κανενός τίποτα, αγοράσετε καινούργια σχοινιά και άντε στην ευχή του Θεού.
 Άνοιξα την πόρτα και βγήκα, περπάτησα μόνος μου για ώρες, επί τη ευκαιρία επισκέφτηκα και μια βουδιστική παγόδα, αυτή που ο τρούλος της φάνταζε από μακριά σαν ψεύτικο χρυσάφι.

Άφησα τα παπούτσια μου απ έξω ένωσα τις δυο μου παλάμες όπως κάνανε οι άλλοι και κοίταζα το τεράστιο άγαλμα που καθόταν οκλαδόν με ένα πιάτο ρύζι στα χέρια του.
Βγήκα, ευτυχώς βρήκα τα παπούτσια μου.  Είχα και λίγα ντόπια λεφτά μαζί μου από λαθρεμπόριο τσιγάρων, μου ήταν άχρηστα αφού δεν υπήρχε τίποτα ούτε μπαρ ούτε διασκέδαση, ούτε γυναίκες. Σκέφτηκα τι να τα κάνω μπήκα λοιπόν σε ένα κατάστημα κι αγόρασα ρούχα, με το που έφτασα στο βαπόρι τα δοκίμασα ήταν όλα μικρά όπως και οι κάτοικοι μικροί λιλιπούτειοι, έτσι τα πέταξα στα άχρηστα.  Περπατώντας  γύρισα στον μόλο βρήκα μια βάρκα αυτή που την κυβερνά μόνο ένας κωπηλάτης στην πρύμη στριφογυρίζοντας το κουπί λες και ήταν σφοντύλι με αδράχτι.
Γύρισα στο βαπόρι και είπα τα νέα του καπετάνιου.
Μετά από δυο μέρες  αναχωρήσαμε για το Bangladesh, για το  δέλτα των ποταμών Μέγνα και Γάγγη     σε αυτόν το ιερό  ποταμό των Ινδιών  όπου μας περίμεναν  στο λιμάνι της Chittagong για να ξεφορτώσουν το ρύζι.    

Γαβριήλ Παναγιωσούλης

  
          


4 σχόλια:

Αστοριανή είπε...

"... οκλαδόν " Γαβρίλης

****

Γαβρίλη μου,
από όσο διάβασα -αν και μου ήταν γνωστά τα περισσότερα....-
η λέξη "οκλαδόν"

μου θύμησε ώρες γυμναστικής στο σχολείο!!!!!!! και
μη ρωτήσεις
γιατί:!

Γαβρίλη μου ΔΕΝ έτυχε να την χρησιμοποιήσω, αν είναι δυνατόν............

Να είσαι καλά, και γιαυτό!
όσο για τα παπούτσια σου και τα... ρούχα που αγόρασες... χαμογέλασα και συμπληρώνω κι εδώ συμβαίνουν...

ΥΓ.
Τι έγινε, χιόνισε εκεί,...!!!

Σας φιλώ,
Υιώτα

Dennis Kontarinis είπε...

Ακόμα μια υπέροχη ναυτική σου ιστορία από αυτές που ειλικρινά μου αρέσει να διαβάζω.
Νάσαι καλά.

pylaros είπε...

Καλησπέρα αγαπητή μου Υιώτα, από μια Δευτέρα παγωμένη, ούτε έξω δεν βγήκα σήμερα βρέχει ακατάπαυστα.
Ναι ξέθαψα από το χρονοντούλαπο της νιότης τη Ναυτική ζωή, όμως μια που ο καιρός είναι τόσο απαίσιο κάθισα κι έγραψα ένα της στιγμής κατι πιο σύγχρονο.
Το οκλαδόν του Βούδα με ένα πιάτο ρύζι, έκανα και σε αυτόν την προσευχή μου για να μην φανώ αγενής στους ντόπιους...

Ευχαριστώ
χαιρετισμούς

Γαβριήλ

pylaros είπε...

Φίλε Ντένη,

Οι Ιστορίες της νιότης μου πολλές αλλά είναι της τότε εποχής, σκεπτόμενος αυτά έγραψα σήμερα το πρωί κάτι πιο σύγχρονο "της στιγμής" και το δημοσίευσα.

ευχαριστώ

Γαβριήλ