Δευτέρα 9 Οκτωβρίου 2017

Ένας Μικρός Θεός:

                                         Όλοι οι άνθρωποι μοιάζουμε


                                            Ένας μικρός Θεός
Να σταματήσεις στο παιδικό νοσοκομείο είπε ο ένας επιβάτης. Η μάνα που καθόταν δίπλα μου άνοιξε την πόρτα, περίμενε μου είπε, μαζί της κατέβηκε και ο παπατζής που καθόταν στο πίσω κάθισμα. Μια  καλόγρια με ένα πεταλουδί άσπρο καπέλο τους άνοιξε την πόρτα του νοσοκομείου,  έφεραν χαρτιά της μάνας.
-Υπόγραψε κυρά μου,  είπε η καλόγρια
-Μα δεν ξέρω γράμματα, είπε η μάνα
-Τότε ας υπογράψει ο πατέρας,
 -Μα αυτός δεν είναι ο πατέρας του,
Η καλόγρια θύμωσε,
-Πάρε το χαρτί αυτό και πήγαινε στο διπλανό σπιτάκι, Anfiteatro γράφει στην πόρτα  θα το δώσεις  στον φύλακα κι αυτός θα σου δώσει το φέρετρο  του παιδιού σου.  
Ο παπατζής έβαλε την τράπουλα στην τσέπη του, σήκωσε στην αγκαλιά του το μικρό άσπρο φέρετρο και το απόθεσε στο Πορτμπαγκάζ του ταξί, δίπλα έβαλαν το πανέρι με τα καθρεφτάκια, αυτό με τα τηγανιτά ψάρια κι από πάνω το σκέπασαν με το πανέρι του παπατζή.
Η μάνα κάθισε δίπλα μου έκλαιγε, οι άλλοι στο πισινό κάθισμα κουβέντιαζαν.
-Αν έφερνες το παιδί νωρίτερα, ίσως να γλύτωνε, είπε αυτός που πούλαγε τα ψάρια.
-Αν ερχόταν ο γιατρός, είπε η μάνα.
-Αν είχαμε λεφτά είπε αυτός που πούλαγε τα καθρεφτάκια.
-Τα πολλά αν δεν ωφελούν είπε ο παπατζής, θα σας ρίξω τα χαρτιά να δούμε τι του έγραφε η τύχη. Ανακάτεψε την τράπουλα;
-Τράβα  ένα χαρτί,  είπε της μάνας
-Ο άσσος μπαστούνι, το χαρτί του θανάτου, μα είναι φανερό ήταν θέλημα Θεού έτσι να γίνει. Αν είχα το πανέρι μου εδώ θα σας έλεγα από τι ακριβώς πέθανε το παιδί. Το ξανθό λουστράκι τους κοίταζε όλους με ανοιχτό τον στόμα, εντύπωση του έκανε ο παπατζής τα τόσα πολλά που ήξερε, δηλαδή μπορεί να ήταν κι ένας μικρός Θεός, γυρίζοντας προς εμένα μου ψιθύρισε.
-Εγώ μόνο για το ξενύχτι έρχομαι, να φάω κάτι ότι μου δώσουν.
Είχε πια βραδιάσει όταν φτάσαμε στο χωριό, η τροπική ζέστη ανυπόφορη, άνοιξα το πορτμπαγκάζ  ένας από τους άνδρες πήρε στον ώμο του το μικρό άσπρο φέρετρο, οι άλλοι ακολουθούσαν, η μάνα έμεινε τελευταία.
Οι ντόπιοι έκαναν γύρω μου έναν κύκλο μου είπαν να κάτσω για το ξενύχτι, κόσμος μαζεύτηκε, είχαν φέρει  ρούμι,  μαύρο καφέ, και αρκετά κομποσκοίνια για τις γυναίκες που θα έψαλλαν το Άβε Μαρία… έβαλαν το φέρετρο πάνω σε δυο καρέκλες, το πάτωμα της καλύβας τους χωματένιο,  η σκεπή από φύλλα φοινικιάς,    η τελετή έτοιμη ν’ αρχίσει.  Από σέβας κάθισα καμιά ώρα  μετά έβαλα πλώρη για το λιμάνι, για τα γνωστά μου μέρη.  Το  ξανθό λουστράκι αυτό που μου γυάλιζε το ταξί με ακολούθησε, πάντα είχε και το κασελάκι για να γυαλίζει παπούτσια μόνο που τούτη τη φορά οι επιβάτες δεν φορούσαν παπούτσια,  στον γυρισμό πέρασα απ’ το Μπαρ  Μόντε Κάρλο, άφησα το λουστράκι να γυαλίζει τα παπούτσια των ναυτικών, οι ναυτικοί γλεντούσαν, ο Γιάννης απ’ το Θιάκι με φώναξε  να με κεράσει,  όχι του είπα, άλλη φορά.      

Γαβριήλ Παναγιωσούλης     

 






4 σχόλια:

φανοστάτης είπε...

Κύριε Γαβριήλ ύπέροχο!!!

pylaros είπε...

Σας ευχαριστώ


airis είπε...

Αχ βρε Γαβρίλη μου αυτές σου οι διηγήσεις! Τι έχεις ζήσει και πόσο δυνατή είναι η περιγραφή σου! Τσακίζει ο λόγος σου! Τσακίζει!
:)

pylaros είπε...

Αριστέα μου,
Χίλια ευχαριστώ

πάντα με την αγάπη μου
Γαβριήλ