Δευτέρα 29 Σεπτεμβρίου 2008

Ο ΑΡΙΘΜΟΣ

Ο ΑΡΙΘΜΟΣ

Περπατώντας την ανηφόρα της ζωής μου, κάποια στιγμή σταμάτησα ν’ ανασάνω, ο κόσμος βάδιζε δίπλα μου αδιάφορος, τα λεωφορεία γεμάτα κόσμο έμοιαζαν σαν τεράστιες κινούμενες κιβωτό, περνούσαν πολύ κοντά μου σχεδόν με άγγιζαν, τ’ αυτοκίνητα κορνάριζαν, κι εγώ σα χαζός άνοιγα το στόμα μου να πάρω μια ποιο βαθιά ανάσα, να γεμίσω τα πνευμόνια μου με αέρα από βρώμικες αναπνοές ανακατωμένες με καυσαέριο για να μπορώ να συνεχίσω το περπάτημά μου. Ο εαυτός μου πήγαινε για μπάρκο στα γραφεία της κάτω πόλης της Νέας Υόρκης. Είχε βγει φήμη στην πιάτσα των ξέμπαρκων στους 47 δρόμους ότι ένα βαπόρι έκανε πλήρωμα. Είχα πάρει την διεύθυνση εκεί κάπου στο Broadway.
Ο υπόγειος γεμάτος ανθρώπους, ο κόσμος πολύς με συνεπαίρνουν με σπρώχνουν ούτε κατάλαβα πως βρέθηκα μέσα. Οι πόρτες κλείνουν, χέρια σηκωμένα κρατώντας τις χειρολαβές, σάρκες πλαδαρές, μασχάλες που βρωμούν, κορμιά χοντρά, αδύνατα σαρδελο-ποιημένα. Ανοίγει η πόρτα με σπρώχνουν έξω, αναπνέω την δροσιά του ποταμού, παίρνω θάρρος πατώ το χρυσό κουμπί στον ανελκυστήρα να τα εφοπλιστικά γραφεία. Μπαίνω λαχανιασμένος,, ζητώ δουλειά, άκουσα ότι ζητάτε πλήρωμα θαλαμηπόλο λοιπόν εδώ είμαι είπα.
Ούτε ρώτησα μισθό συνήθως σου έλεγαν συλλογική σύμβαση, ούτε τη σημαία του πλοίου, μου είπαν το όνομα του Βαποριού Εβυσίνθια ούτε αν ήταν στο Ν. Α. Τ. αυτό που ήθελα ήταν δουλειά.
Ναι βεβαίως χρειαζόμαστε πλήρωμα, αλλά με κοίταξε έτσι κάπως παράξενα, θα με είδε μικροκαμωμένο σκέφτηκα, αλλά, αλλά πρέπει να μπαρκάρεις υπό δοκιμή κι αν αρέσεις του καπετάνιου τότε θα σε βάλει Chief Steward, Ε! όχι κι έτσι είπα, δεν γίνεται, έφυγα και γύρισα στο ξενοδοχείο.
Βλέπω στη σημερινή εποχή στις γωνίες των δρόμων της Νέας Υόρκης, και ειδικώς έξω από τις μάντρες οικοδομικών υλικών τους λαθραίους ως επί το πλείστον μεξικάνους, να σε κοιτούν στα μάτια και να σε ρωτούν αν χρειάζεσαι εργάτες. Όχι δεν σου ζητούν ασφάλεια ούτε την ανύπαρκτη ασφάλεια ασθενείας, ή δικαιώματα σωματείου. Απλώς ένα μεροκάματο.
Θυμήθηκα μπουλούκια από εμάς ναυτικούς κατεβαίναμε στα γραφεία της κάτω πόλης του Μανχάταν μπαίναμε και ρωτούσαμε, we are looking for employment! Και όχι μόνο στα ελληνικά εφοπλιστικά αλλά και στα ξένα, συνήθως ολλανδικά ή σκανδιναβικά και πειρατικά, όχι σε αμερικάνικα γιατί αυτά είχαν σωματείο! Η Νέα Υόρκη ήταν πόρτο-μαρίνα δεκαετίες του 50-60+ εμάς σαν ανεπιθύμητους μας κυνηγούσε και η μεταναστευτική υπηρεσία, έτσι έζησα πολλά χρόνια τα οποία έχουν αφήσει ίχνη πεζοδρομίου που δεν μου επιτρέπεται να τα ρίξω στη λήθη του παρελθόντος. Τότε χάνεται ένα κομμάτι του εαυτού μου. Παίρνοντας ως παράδειγμα την τότε ζωή, βλέπω ότι τότε είμαστε εμείς οι λαθραίοι, οι ζητιάνοι, σήμερα είναι οι λατινοαμερικάνοι, αύριο κάποια άλλη φυλή, ο κύκλος της ζωής για να ολοκληρωθεί μια σε φέρνει από κάτω μια από πάνω.
Τα χρόνια πέρασαν διαβήκανε ο κάθε ένας μας κάπου έβαλε ρίζες, άνθισε κλαριά, με κοπιαστική εργασία ήρθε μια αναγνώριση στην θετή πατρίδα. Επιτέλους έγινες ένας νόμιμος αριθμός. Ζούσες σε μια ήσυχη καταπράσινη γειτονιά, αυτή που ξήρανε η απληστία των σπεκουλαδόρων οι οποίοι προσέφεραν πολλαπλά αργύρια στις περιουσίες των γειτόνων που θαμπωμένοι από την αμερικανική φούσκα τα πούλησαν κι έφυγαν. Έτσι χτίστηκαν νεόδμητες οικίες, στις οποίες ήρθαν πολυπληθέστεροι καινούργιοι γείτονες οι οποίοι άλλαξαν τον αριθμό πυκνότητας κατοίκων. Ένα άθροισμα πολύχρωμων αριθμών, λες και είναι ουράνιο τόξο.
Το κατεστημένο σε αναγνωρίζει μόνο με τον αριθμό σου. Εκεί προσθέτεται και ο δικός σου απρόσωπος, κοινός, σ’ ένα καζάνι όπου βράζει η αφομοίωση.
Ότι και να έχεις περάσει στην χώρα που ζεις, ότι και να έχεις προσφέρει, για την κοινωνία, δεν είσαι γι’ αυτούς παρά ένας αριθμός μ’ ελληνική προφορά, τόσο ελληνική που σε ξαναρωτούν για να σιγουρευτούν ότι είσαι ένας νόμιμος αριθμούς, ένας αριθμός χαμένος μέσα σε τόσους άλλους άγνωστους αριθμούς. Κι όταν πεθάνεις, πεθαίνει ένας αριθμός.

Γαβριήλ Παναγιωσούλης
Νέα Υόρκη

Τρίτη 23 Σεπτεμβρίου 2008

Και όμως μείναμε Έλληνες:


Και όμως μείναμε Έλληνες

Πρώτη τάξη δημοτικού, εφόδια για να μάθω γράμματα, μια σάκα μια πλάκα κι ένα κοντύλι, μετά μου πήραν και αναγνωστικό, είχε για εξώφυλλο ένα μικρό παιδάκι και τίτλο το αλφαβητάρι.
Δεύτερη τάξη, μου πήραν ένα μολύβι μια ξύστρα τρία τετράδια, ένα αντιγραφής ορθογραφίας, ένα μαθηματικών κι ένα ιχνογραφίας. Ένα αναγνωστικό με τίτλο κρινολούλουδα.
Τρίτη τάξη, μου πήραν ένα καλαμάρι για να φτιάχνω υγρό μελάνι, πολλές φορές από φύλλα παπαρούνας, μια πένα όπου άλλαζα πενάκι Χ και την υπόσχεση ότι θα με μάθαιναν να γράφω με μελάνι.
Για βιβλία το κράτος δεν είχε εκδώσει καινούργια, ένεκα πολέμου, ή δεν είχαν έρθει, έτσι θα έπρεπε να δανειστούμε από τους παλαιούς συμμαθητές που δεν τα χρειάζονταν πλέον.
Θυμάμαι ένα τέτοιο βιβλίο η άπασα-ύλη ήταν μικρού μεγέθους και χοντρό, φθαρμένο από την πολυκαιρία, αυτό θα μας χρησίμευε για όλες τις τάξεις από τρίτη ως έκτη. . Από έλλειψη χαρτιού επιτρεπτό ήταν μόνο μισή σελίδα τετραδίου να γράφουμε αντιγραφή ορθογραφία. Α! ξέχασα είχαμε και τετράδιο καλλιγραφίας, θα έπρεπε να κάνουμε τα γράμματα αλλού παχιά, αλλού ισχνά αναλόγως πιέζαμε την πένα, τότε το μελάνι περίσσευε και μουτζούρωνε τα πάντα. Για αριθμούς, για πρόσθεση και αφαίρεση, αρχίζαμε με άβακα, (αριθμητήριο) κινώντας τα σφαιρίδια αναλόγως. Κι ένα ακόμη τετράδιο με μικρά τετραγωνάκια για μαθηματικά σε αυτό μαθαίναμε πολλαπλασιασμό, διαίρεση, στο πίσω μέρος είχε την προπαίδεια πολλαπλασιασμού. Εκεί μας μάθαιναν τα κλάσματα μέχρι και συμμιγείς αριθμούς. Όλα τα τετράδια ήταν12φυλλα ή 20φυλλα αυτός που θα είχε 40φυλλο ήταν δακτυλοδεικτούμενος.
Ο δάσκαλος ένας και μοναδικός για όλα τα μαθήματα, πάντα είχε έναν μαύρο χάρακα και τον έπαιζε στα δάχτυλα, η τιμωρία άνοιγες τις παλάμες σου κι εκεί ξεθύμαινε. Η σάκα μου την είχαν κάνει δώρο όταν πρωτοπήγα σχολείο, ήταν δερμάτινη, ήρθε λοιπόν και η σειρά της να θυσιαστή για να μου φτιάξουν παπούτσια, έτσι μου έραψαν μια από πανί από ένα παλιό στρώμα με ρίγες μπλε.
Αυτό ήταν το σχολείο. Όπως ήταν φυσικό δεν υπήρχε ηλεκτρικό ρεύμα, ούτε μπορούσαμε να το φανταστούμε πως λειτουργεί. Έτσι ο δάσκαλος από ένα κομπολόι έτριψε την χάντρα από κεχριμπάρι αν θυμάμαι καλά σε μάλλινο ύφασμα και προήλθε μια έλξη όπου κόλλησε ένα κομμάτι χαρτί σα μαγνήτης. Από την άπασα-ύλη ως βάση μας μάθαιναν τις ιστορίες και μύθους των αρχαίων ελλήνων εντύπωση μας έκαναν οι άθλοι του Ηρακλή και οι περιπέτειες του Οδυσσέα. Α! Κάθε Κυριακή υποχρεωτικώς στην εκκλησία.
Κρύο το χειμώνα τουρτουρίζαμε στις παγωμένες αίθουσες, η έκτη τάξη ήταν το τέλος του σχολείου. Μετά άρχιζε το χάος, η ανυπαρξία σταθερότητας, ο αγώνας του ατόμου για την επιβίωση. Ήσουν ελεύθερος να διαλέξεις, αλλά τι; Μια εποχή όπου αιφνιδιαστικά γίνεσαι άνδρας χωρίς όμως να είσαι προετοιμασμένος.
Ήταν η Ελλάδα του τότε, μια πατρίδα που αφήσαμε κυνηγώντας σαν άλλος Οδυσσέας όχι να εκδικηθούμε καμιά αρπαγή ωραίας Ελένης, αλλά για να χορτάσουμε ψωμάκι, όχι μόνο εμείς αλλά προπαντός να βοηθήσουμε αυτούς που αφήναμε πίσω μας στην χώρα όπου ανθεί φαιδρά πορτοκαλέα.
Καμιά σύγκριση με την σημερινή Ελλάδα, όπου φυσικό είναι να έχει αλλάξει η νοοτροπία σκέψεις και το γίγνεσθαι της σημερινής νεολαίας.
Ο γυρισμός μακρύς πολύ μακρύς, η νοσταλγία προσπαθούσε να νικήσει τις Καλυψώς και Κίρκης, τις Σειρήνες και τους κύκλωπες. Άλλοι τα κατάφεραν, άλλοι όχι.
Μπλεγμένος ανάμεσα σε Καλυψώς, σε σκύλες και Χάρυβδη έκανα 22 χρόνια να γυρίσω. Δεν είχα αφήσει Πηνελόπη να με περιμένει ούτε Τηλέμαχο, είχα αφήσει όμως μια παιδική αθωότητα ριζωμένη στα βουνά και στα λαγκάδια, την οποίαν εκμεταλλεύτηκε και στραπατσάρισε η βιοπάλη, μια αθωότητα που προσπάθησε να φονεύσει η μάχη της επιβίωσης, μια αθωότητα που σα φοίνικας ξέρω ότι υπάρχει παρέα με τη νοσταλγία βαθιά κρυμμένες στην καρδιά μου.
Η φθορά του χρόνου έφερε και τη σκέψη, ατενίζοντας τα βουνά της αθωότητας συλλογιέμαι αν είναι η ίδια γη αυτή που τόσο αγάπησε ο Οδυσσέας, αν τα βλέμματά μας βλέπουν τις ίδιες βουνοκορφές, όπως φαίνεται στην παρούσα φωτογραφία, από αριστερά το νησί Ιθάκη από δεξιά η Σάμη Κεφαλληνίας στη μέση η αφεντιά μου σε ένα ύψωμα 502 μέτρων τοποθεσία θέματα, Πυλάρου Κεφαλονιάς, όπου υπάρχει και το μοναστήρι της παναγίας που χτίστηκε 1096. γκρεμίστηκε από τους σεισμούς 1953 και ξαναχτίστηκε, το οποίο δεν φαίνεται στην παρούσα φωτογραφία.
Γαβριήλ Παναγιωσούλης

Τετάρτη 17 Σεπτεμβρίου 2008

Άδειος Καναπές...




Ανθρώπινες συνήθειες ήθη και έθιμα από άλλους τόπους:


Η ιδέα ήτανε του Νικολά, μετά από το φαγητό στο σπίτι του, είπε:
Πάμε καμιά βόλτα να ξεσκάσουμε εμείς οι άνδρες;
Πήγαν στο Rio Rosa, ένα νυχτερινό κέντρο, η ιδιοκτήτρια γνωστή και φίλη του, μαζί είχαν κλάψει το χαμό του έλληνα φίλου της ναυτικού, ήταν αυτή που πήγε στο βαπόρι και τον τράβηξε στη στεριά, για να πνιγεί κολυμπώντας σε παραλία του Ειρηνικού, ένα κύμα τον κατάπιε. Τους σύστησε τη Ροσάριο, αυτή έφερε δυο φίλες της στο τραπέζι, χόρευαν όλοι μαζί έτσι κολλητά σα να μην υπήρχε αύριο, η ορχήστρα mariachis έπαιζε rancheras, ο Κόκκινος άρχισε να πίνει το ένα ποτό μετά το άλλο, μεθυσμένος πλέον άρχισε να φωνάζει, έπαιρνε τα ποτήρια και τα έσπαγε στην πλάτη της καρέκλας. Ο Σάββας έβγαλε το παπούτσι του και το έβαλε μπροστά στη μύτη του Κόκκινου, ο Νικολάς επενέβη νόμισε ότι θα τον χτυπούσε και του έπιασε το χέρι,
Η φιλενάδα της Ροσάριο σηκώθηκε και του έριξε ένα ποτήρι νερό στα μούτρα. Όχι ρε παιδιά του βάζω το παπούτσι στη μύτη με τη βρώμα να κάνει εμετό να συνέρθει.
Φώναξαν ταξί ο Σάββας τον συνόδεψε σπίτι, η φιλενάδα της Ροσάριο τον βλαστήμαγε που πήγε η νύχτα της χαμένη, ο Νικολάς του φώναξε η φιλία, φιλία αλλά εγώ θέλω την κόκκινη γραβάτα που σου δάνεισα.
Η Ελβίρα το κορίτσι που έμενε μαζί με τον Κόκκινο, παραξενεύτηκε που δεν την πήρε μαζί του στο δείπνο που έδινε ο Νικολάς, τους το είχε δηλώσει φαγητό και γλέντι στο σπίτι μου μόνο για άνδρες, όχι τις γυναίκες σας, ούτε φιλενάδες. Η γυναίκα που έμενε μαζί ο Νικολάς του το είχε απαγορεύσει. Πεισμωμένη η Ελβίρα ντύθηκε και βγήκε έξω, πέρασε από τη μοδίστρα κι έκανε πρόβα ένα κόκκινο φόρεμα με άσπρες πίκες με ένα πολύ μεγάλο ντεκολτέ, ήταν έτοιμο. Μετά πήγε στο σπίτι της μάνας της, εκεί την περίμενε ένας πορτογάλος από τον Σαν Βισέντε Cabo Verde, φίλος της ναυτικός που είχε γνωρίσει όταν έπαιζε μπάσκετ στην πλατεία. Είχε φέρει δώρο για όλη την οικογένεια ένα ολόκληρο ψητό γουρουνόπουλο. Προετοίμαζε γλέντι. Την κοίταξε χαρούμενος, είμαι ευτυχισμένος που ήρθες. Αυτή τον κοίταξε κάπως παράξενα χαρούμενη με τον εαυτό της, είχε τόσους θαυμαστές, αλλά δεν τον άφησε να συνεχίσει.
Πρέπει να πηγαίνω είπε, γεια σου, κατεβαίνοντας το λοφάκι πίσω από έναν κορμό δένδρου την περίμενε ο φαντάρος, είχε γυρίσει από το στρατό.
Την έπιασε από το χέρι, τρόμαξε, έλα πάμε τόσο εύκολα με ξέχασες;
Όχι τώρα, πρέπει να πηγαίνω, μετά πέρασε απ’ το κατάστημα του κινέζου, σκέφτηκε τι να κάνει δώρο στον αγαπημένο της; Μια γραβάτα, μια κόκκινη γραβάτα αυτή του πάει, σκέφθηκε άρα θα το θυμηθεί ότι αύριο είναι η επέτειο που γνωριστήκαμε;
Στο γυρισμό συνάντησε τον μαύρο εκδικητή, της είπε αν μάζεψε τα λεφτά για να εξαφανίσει τον δολοφόνο του αδερφού της.
Τον κοίταξε σαν χαμένη, -όχι ακόμα του είπε.-
Έτρεξε σπίτι, ένα δωμάτιο όλο κι όλο, ο Κόκκινος δεν είχε γυρίσει ακόμα, κάθισε στον καναπέ, της το είχε υποσχεθεί όταν θα τα κατάφερνε θα της έπαιρνε και κρεβάτι, για την ώρα καλός ήταν και ο καναπές, άνοιγε σαν κρεβάτι, αλλά πώς να το κάνουμε ήταν ένας καναπές, εκεί καθόταν όλοι, επισκέπτες και μη, απόκτημα με δόσεις από κάποιον παλιό γνώριμο. Ανυπόμονη τον περίμενε, άκουσε το κλειδί που προσπαθούσε να το βάλει στην κλειδαρότρυπα, τις φωνές του Σάββα, να μην ξεχάσει τη γραβάτα του Νικολά.
Σκόνταψε και έπεσε, ο Σάββας μαζί με την Ελβίρα τον βοήθησαν να μπει να ξαπλώσει.
Η απογοήτευση γέμισε την καρδιά της, είδε τα όνειρά της να διαλύονται. Πήγε από πάνω του στον καναπέ, του φώναζε για την αγάπη της, για τη ζήλια που είχε μπει στην καρδιά της σαν αγκάθι.
-Ήρθες αγάπη μου, δεν κοιμήθηκα να σε περιμένω, ξημερώνει η επέτειο της γνωριμίας μας, σου πήρα ένα μικρό δωράκι μια κόκκινη γραβάτα. Ο μονόλογος συνάντησε τους τοίχους και η ηχώ γύρισε στα αυτιά της. Ο Κόκκινος μεθυσμένος έβγαζε άναρθρες κραυγές, σκέφτηκε τον εαυτό της με οίκτο αν έκανε καλά που του έμενε πιστή. Σηκώθηκε απότομα, πέταξε την γραβάτα στα σκουπίδια, φόρεσε το κόκκινο φουστάνι με τις άσπρες πίκες, πήγε στο σπίτι της Ίρμας και της είπε να πει στον άνδρα της που δούλευε στο λιμάνι να ειδοποιήσει τον Πορτογάλο να την περιμένει αύριο βράδυ στο σπίτι της μάνας της.
Γύρισε σπίτι, ο Κόκκινος κοιμόταν,
Καλά μου έλεγε η φίλη μου η Ίρμα, η γυναίκα πρέπει πάντοτε να έχει δυο άνδρες αν δεν τα πάει καλά με τον ένα πάντα να υπάρχει ο αντικαταστάτης. Θυμήθηκε τη γυναίκα πλούσιου έλληνα ιδιοκτήτη ξενοδοχείου, είχε φίλο και τον συντηρούσε όταν θα την άφηνε ο άνδρας της θα πήγαινε μαζί του. Ο άνδρας της όταν το έμαθε δεν την χώρισε κι αυτή πήγε τον φίλο της στο δικαστήριο και του ζήταγε ότι του είχε δώσει.


Γαβριήλ

Τετάρτη 10 Σεπτεμβρίου 2008

Αποτοξίνωση...


Στη φωτογραφία τέσσερα εγγόνια μου σε μια μικρή, πολύ μικρή του Θεού, πέτρινη καταγάλανη ακτή της Πυλάρου.
Ελένη, Χαράλαμπος, Γαβριήλ, Λούης-Γαβριήλ

ΑΠΟΤΟΞΙΝΩΣΗ

Υπάρχει ένα βιβλίο μιας ινδής συγγραφέα Arundhati Roy κάτοικου Αγγλίας με τον παράξενο τίτλο The God of small things, «Ο Θεός των μικρών πραγμάτων.»
Ο τίτλος με γοήτευσε τόσο πολύ ώστε στην παραμονή μου στην Ελλάδα, για 52 μέρες δηλαδή εννοώ στην Πύλαρο Κεφαλονιάς να αισθάνομαι ευτυχής με αυτά τα μικρά πράγματα, όποια και να ήταν. Να δηλαδή, ένα τζιτζίκι που τιτιβίζει, το σερνικό κοτσύφι με την κίτρινη μύτη του και το θηλυκό με τη μαύρη, να ψάχνουν για κανένα ώριμο σταφύλι ή σύκο, μετά να μαλώνουν με τις καρακάξες ποιος θα το πρωτο-κατασπαράξει, το κυνήγι μιας μύγας να την βγάλω έξω, μια σφήγκα να με κυνηγά στην παραλία κι εν τέλει να με τσιμπά, μα και αυτά τα μικρά ξανθά μερμήγκια, λιγκόνια τα λέμε εμείς που με κυνηγάνε από πίσω, ακόμα και το καπέλο μου γέμισαν αυτό που πήγαινα για μπάνιο στη θάλασσα, φαίνετε θα τους άρεσε η μυρωδιά μου.
Λοιπόν στο χωριό είχα έναν καναπέ προπολεμικό, ήτανε της θείας μου, η οποία δεν υπάρχει πλέων, κι αυτή τον είχε κληρονομήσει από την μάνα της, με τους σεισμούς είχαν σπάσει τα δυο στρογγυλά άκρα αυτά που ακουμπούν τα χέρια επάνω οι επισκέπτες και η πλάτη, είχαν μείνει ανέπαφα τα 4 πόδια με τον σκελετό. Ένα αρχαιολογικό κειμήλιο είχε κι ένα στρώμα ισχνό μάλλον μπαμπάκι θα είχε μέσα του, ακριβώς στα μέτρα του, εκεί ξάπλωνα για ύπνο, το πρωί που σηκωνόμουν πονούσαν τα κόκαλά μου.
Εκεί την έβγανα, ήταν ίσα, ίσα στο σώμα μου δεν περίσσευε ούτε μια σπιθαμή, έτσι το βιβλίο που διάβαζα πριν με πάρει ο ύπνος δεν είχα χώρο να το βάλω δίπλα μου και το πέταγα στο πάτωμα.
Όχι ότι δεν είχα κρεβάτι αλλά ο καναπές μου άρεσε, «τώρα θυμήθηκα σε ένα βαπόρι δεν κοιμήθηκα ποτέ σε κρεβάτι, πάντοτε μου άρεσε το καναπεδάκι,» ο καναπές συμβολίζει για εμένα την προσωρινότητα, ας πούμε πας επίσκεψη και κάθεσαι στον καναπέ, όλοι περιμένουν πότε να φύγεις, είσαι ο άνθρωπος της στιγμής, κάτι σαν τον στιγμιαίο καφέ που σου σερβίρουν.
Θα ήταν χαράματα περίπου 4 πρωί όταν το σπίτι άρχισε να τρέμει, σεισμός, πετάχτηκα όρθιος, τι να κάνω; Μια λύση ήταν να μπω κάτω απ’ το κρεβάτι, έλα όμως που ο καναπές ήταν χαμηλός, διάβολε τρέχοντας βγήκα έξω. Εν τω μεταξύ είχε σταματήσει, ήταν της δύναμης στη σκάλα ρίχτερ 5.2
Κάθε μέρα περνούσε από μπροστά το λεωφορείο για την παραλία εκεί που είναι και η πρωτεύουσα του δήμου, η Αγία Ευφημία, περίπου 5 χιλιόμετρα κατηφόρα, έμπαινα έτοιμος για κολύμπι στη θάλασσα, μετά από τρεις ώρες ξαναγύριζα σπίτι, έτρωγα μια τομάτα σαλάτα, τυρί ντόπιο και φρέσκο χωριάτικο ψωμί με λάδι, που με έπιανε στο λαιμό από την αγνότητά του, ξάπλωνα κι έκανα τη σιέστα μου στο καναπεδάκι.
Με το που έπεφτε ο ήλιος, άρχιζα μια πεζοπορία δυο χιλιόμετρα, στο γυρισμό πέρναγα από το την πλατεία έπινα μια γκαζόζα συζητούσα με φίλους χωριανούς, αυτούς που δεν είχαν ξενιτευτεί. Αυτούς που ήταν ενημερωμένοι για τα το πώς γυρίζει η γη, ή το τι συμβαίνει στην υφήλιο, όταν τους ρωτούσε που τα έμαθαν τον χειμώνα πάμε στην βιβλιοθήκη μου απάντησαν. Για να πάω στη Ζησιμάτειο Δημοτική βιβλιοθήκη έχανα την πεζοπορία μου, εφόσον έκλεινε στις 9 μ.μ. πήγαινα να απολαύσω λίγη ώρα στο ιντερνετ το οποίο παρέχει δωρεάν, ή να ξεφυλλίσω μερικά βιβλία. Η βιβλιοθήκη χτίστηκε το 1979 από δωρεάν της Κ. Όλγας Ζησιμάτου εις μνήμη του γιου της αριστούχος νομικής που φόνευσαν οι Γερμανοί το 1944, έχει εμπλουτισθεί με 3000 τόμους βιβλία, τα οποία αγοράσθηκαν ή παραχωρήθηκαν δωρεάν. Παρέχει δωρεάν χρήση υπολογιστή ιντερνετ κλπ…
Οι κάτοικοι του Δήμου της Πυλάρου τον Χειμώνα είναι περίπου χίλια άτομα,
Παραθέτω μόνο μερικές γραμμές από μήνυμα του Δημάρχου, k. Μάρκου Κοτσιλίνη για τη βιβλιοθήκη:
Σ’ ένα μικρό τόπο υπάρχει και λειτουργεί ένας φάρος πνευματικός που οδηγεί δύσκολα αλλά σταθερά σε ανώτερα επίπεδα ζωής, οδηγεί στο ΕΥ ΖΕΙΝ
Τα μεσάνυχτα πάλι περπατούσα κάτω από τ’ αστέρια για το σπίτι, σταματούσα και τα μέτραγα περιμένοντας μήπως πέσει κανένα, μάταιος κόπος, ήξερα ότι το καναπεδάκι με περίμενε, ξάπλωνα και τότε είναι που μου έκαναν συντροφιά τα γαυγίσματα των σκύλων, από μακριά ακουγόταν ο ήχος των κουδουνιών από κοπάδια αιγοπρόβατα, τα δε χαράματα λαλούσαν οι πετεινοί, μα και αυτά τα μερμήγκια πολλές φορές ανέβαιναν μέχρι το καναπεδάκι μου και με γαργαλούσαν.

Αυτό το είδος της ζωής το ονομάζω αποτοξίνωση του οργανισμού, του χαρακτήρα μας, από τα υλιστικά περιττά αγαθά, και το τρέχα, τρέχα του πολιτισμού μας,

Γαβριήλ Παναγιωσούλης

Τετάρτη 3 Σεπτεμβρίου 2008

Αναμνήσεις από τη Νέα Ορλεάνη επ' ευκαιρία του κυκλώνα Gustavo.


Αναμνήσεις από Νέα Ορλεάνη έπ’ ευκαιρία του κυκλώνα Gustavo.

Ξέμπαρκος γύριζα στους δρόμους της Νέας Ορλεάνης, είχα μείνει έξω λόγο ασθενείας στο Montelepre Hospital, αφού έγινα καλά, πήρα εξιτήριο απ’ το νοσοκομείο θα έπρεπε να περιμένω το βαπόρι να γυρίσει από ένα ταξίδι στη Χιλή.
Πήγα στο Strachan Shipping στην οδό Αγίου Τσάρλη, ήτανε ο πράκτορας του βαποριού, ο οποίος μου σύστησε ένα δωμάτιο στην παλιά γαλλική συνοικία Decatur Street εκεί όπου σύχναζαν ναυτικοί. Ήταν στον δεύτερο όροφο και έβλεπε σε αίθουσα εστιατορίου όπου σερβίριζαν ναυτικούς. Ιδιοκτήτης ένας Χιώτης ο καπετάν Γιάννης Φατσής, ο οποίος έκανε και τον ‘ShipChandler’ (προμηθευτής τροφοδοσίας κλπ.) στα χιώτικα βαπόρια.
Δεν ήμουνα ποτέ συνηθισμένος σε μια τάξη ύπνου και σχεδόν από ντροπή έπρεπε να τρώω εκεί όπου έμενα. Ζητούσα μια πιο ελεύθερη ζωή, έτσι μετά από την πρώτη εβδομάδα έφυγα πήγα πιο έξω και ενοικίασα δωμάτιο σε σπίτι κάτι ηλικιωμένων γυναικών, από εκεί έπαιρνα το τραμ και κατέβαινα στο κέντρο. Στο λιμάνι οργασμός ελληνικών βαποριών, πολλοί οι ναυτικοί κάθε βράδυ γέμιζαν τα μπαρ, στη γαλλική συνοικία Bourbon Street πολλοί οι περαστικοί ναυτικοί ηδονοβλεψίες από τις μισάνοιχτες πόρτες των στριπτιτζίδικων. Αλλά οι περισσότεροι μαζευόταν στο Ίμβρος μπαρ στην οδό Canal ή στο μπαρ του Τζίμη του έλληνα, ή στο Αβάνα ένα κουβανέζικο στο Decatur Street. Εκεί στη Νέα Ορλεάνη υπήρχε και ο Φουντάκιας παρανόμι ενός Κεφαλλονίτη, ήταν ο επίσημος shipchandler, γνωστός μα και διαμεσολαβητής, για οτιδήποτε πληροφορία ήθελαν οι ναυτικοί, αν και τώρα τελευταίος το είχε γυρίσει πολύ στη θρησκεία ένεκα που είχε νυμφευθεί μια φανατική χριστιανή…
Εκεί πιο κάτω στον ίδιο δρόμο άλλος ένας κεφαλλονίτης από την Ιθάκη είχε ανοίξει κατάστημα ρούχων για ναυτικούς, πολλές φορές επισκεπτόταν και τα βαπόρια στον μόλο κουβαλώντας τις βαλίτζες εκθέτοντας τα αγαθά του. Μην έχοντας πως να σκοτώσω την ώρα μου, του έκανα παρέα πηγαίναμε στα βαπόρια προπαντός στα δεξαμενόπλοια αυτά που καθόταν λίγες ώρες στο λιμάνι, ακόμη φτάναμε και μέχρι το Baton Rouge.
Μια μικρή γνωριμία μου, νοσοκόμα, κάναμε παρέα αλλά με κουβαλούσε πάντα στην εκκλησία του Αγίου Λουδοβίκου, στην πλατεία Τζάκσον, γαλλική παλαιά συνοικία, έβρεχα τα δάχτυλά μου με το αγιασμένο νερό, μετά κάναμε τον σταυρό μας μετά γονάτιζε, έβανε ένα κεντητό μαύρο μαντήλι στο κεφάλι ψιθύριζε ένα Άβε Μαρία...
Περπατώντας για την εκκλησία περνάγαμε από το Café du Monde όπου σερβίριζαν καφέ με chikory. Έτσι με έκανε και καλό χριστιανό.
Στην πόλη υπήρχε κι ελληνικό προξενείο, πρόξενος ο κ. Χέλιος, είχα πιάσει φιλίες με τον γραμματέα τον Στηβ έναν φοιτητή πανεπιστημίου από την Χίο, όλη η παρέα πολλές φορές πηγαίναμε για πρωινό στο Meal-a-Minit, ένα είδος καφετέριας. Ή πηγαίναμε στο Felix ένα ιταλικό εστιατόριο στη γαλλική συνοικία για ωμά μύδια, και μπύρα.
Κάποτε ήρθε και το βαπόρι, τέλος στις βόλτες μου, με το που μπαρκάρισα πήρα τα κλειδιά του Chief Steward στα χέρια μου από τον μάγειρα που με περίμενε πως και πως, με παίρνει κατά μέρος ο υποπλοίαρχος ένας Κορίνθιος και μου λέγει. Μην τρομάξεις μέσα στο ψυγείο έχω κρεμασμένο το κεφάλι ενός σκύλου, ξέρεις με δάγκωσε στο πέλαγος και μου είπαν δια μέσω ασυρμάτου να τον σκοτώσω και να τους φυλάξω το κεφάλι να το πάρουν για εξέταση να δουν μήπως είχε λύσσα. Περιμένω το υγειονομείο.
Ο δε καπετάνιος κι αυτός νεαρός Κορίνθιος με φωνάζει στο γραφείο του, ξέρεις έχω δώσει παραγγελία πέντε εκατομμύρια τσιγάρα για το πλήρωμα.
Όταν θα τα φέρουν θα τα παραλάβεις θα έρθει μαζί και το τελωνείο να στα σφραγίσει,
Εάν σου πουν τίποτα για το ποσόν θα πεις μεγάλα ταξίδια, κλπ. Θα τα αναλάβεις όλα υπό ευθύνη σου, εγώ δεν θα φανώ πουθενά και θα σου δωρίσω 3 κιβώτια ή 30.000 τσιγάρα για λογαριασμό σου.
Αλλά αυτή η ιστορία περιπέτεια έχει και συνέχεια η οποία διαδραματίστηκε εν πλω στον νότιο Ειρηνικό Ωκεανό.

Να ξαναγυρίσω όμως στη Νέα Ορλεάνη:


Συνέχισα να ταξιδεύω πάντα με βαπόρια μικρά που αφετηρία είχαν το λιμάνι της Νέας Ορλεάνης. Έτσι γυρίζοντας από ένα κυκλικό ταξίδι σε κεντρική Αμερική σήμα ήρθε στο πέλαγος να βιαστούμε να μπούμε μέσα στο Μισισιπή γιατί περίμεναν κυκλώνα ή δε αλλιώς θα μέναμε στο πέλαγος κι όποιον πάρει ο χάρος. Απ’ το στόμιο του Μισισιπή ποταμού όπου επιβιβαζόταν πλοηγός μέχρι τη Νέα Ορλεάνη είναι μια απόσταση 110 ναυτικών μιλίων. Για καλή μας τύχη προλάβαμε μπήκαμε στο Μισισιπή, κι όχι μόνο αυτό αλλά πέσαμε δίπλα, μας έδεσαν στην αποβάθρα, ήταν η αποβάθρα μετά από την κεντρική οδό την Canal πλέοντες προς τον σιλό.
Το δε αγκυροβόλιο ήταν γεμάτο βαπόρια που περίμεναν τη σειρά τους.
Δέσαμε διπλούς κάβους, μαζί και συρματόσχοινα, κλείσαμε τις πόρτες κατά τα μεσάνυχτα πέρασε το κέντρο του κυκλώνα από πάνω μας, το βαπόρι σκαμπανέβαζε λες και ήταν στο πέλαγος, ο αέρας σφύριζε στα ξάρτια σα να ήταν δαιμονισμένος. Μετά μια απόλυτη σιγή σα να κόπασε ο αέρας, ήταν το μάτι, μετά από λίγο όμως πάλι τα ίδια. Απ’ έξω ακουγόταν αντικείμενα που πετούσαν κι έσκαγαν στο κατάστρωμα. Από δε τη μεριά του ποταμού έπλεαν πολλά βαπόρια που είχαν σπάσει ή συμπαρασύρει τις καδένες της άγκυρας, από εκεί ήταν και ο φόβος μας μήπως πέσει κάποιο επάνω μας, η δε δύναμη του αέρα 110 μίλια την ώρα.
Όλο το κακό κράτησε 4-5 ώρες, Σαν ξημέρωσε ανοίξαμε τις πόρτες βγήκαμε στην κουβέρτα, ήταν γεμάτη λαμαρίνες αυτές που είχε ξηλώσει ο αέρας από τις σκεπές των αποθηκών, περπατήσαμε ως την Canal είχε πέσει ένας τοίχος τούβλινος και είχε καταπλακώσει αυτοκίνητα, η πόλη γεμάτη σκουπίδια, μετά η ζωή ξαναήρθε στους κανονικούς ρυθμούς της.
Ήταν αν θυμάμαι καλά το έτος 1967 ή -68

Γαβριήλ Παναγιωσούλης



Τετάρτη 27 Αυγούστου 2008

Ναυτικές Εντυπώσεις της Στεριάς.


Στην φωτογραφία η κόρη μου Πανωραία κι εγώ σε μια μας επίσκεψη, κατόπιν προσκλήσεως στα γραφεία του συλλόγου ναυτικών Κεφαλονιάς «Νίκος Καββαδίας» καλοκαίρι 2007


Ναυτικές Εντυπώσεις της Στεριάς.

Με το χρονο-ναυλωμένο στην United Fruit Co. S/s AENOS, 3500 τονάζ
ταξιδεύαμε τακτικές γραμμές στην καραϊβική, σε όλα τα λιμανάκια της Κούβας μεταφέροντας general cargo στο γυρισμό φορτώναμε ακατέργαστη ζάχαρη για Η.Π.Α. Είμαστε λοιπόν πλευρισμένοι στον μόλο του μικρού λιμανιού Isabela de Sagua της Κούβας. Όταν βράδιασε μια παρέα από έλληνες μέλη του πληρώματος βγήκαμε στη στεριά. Ρωτήσαμε τι αξιοπερίεργο μπορούμε να δούμε, πηγαίνετε στον χορό μας είπαν. Όλη η κοινωνία του χωριού αυτού βρισκόταν παρούσα. Στην είσοδο δεν μας δέχθηκαν, ναυτικοί είστε, δεν σας θέλουμε στην παρέα μας.
Πεισμώσαμε, πήραμε ταξί και πήγαμε σε μια πιο μεγάλη πόλη στο εσωτερικό στη Sagua La Grande, στην κεντρική πλατεία οι νέοι έφερναν βόλτες από δεξιά προς τα αριστερά, τα δε κορίτσια από αριστερά προς τα δεξιά. Στη μέση της πλατείας έπαιζε ορχήστρα Ισπανική μουσική. Ανακατευτήκαμε κι εμείς, ζήσαμε μια νύχτα γεμάτη ελπίδες, ξημερώνοντας γυρίσαμε στο βαπόρι. Αλλά μας έμεινε μέσα μας ο διαχωρισμός της κοινωνίας σε ναυτικούς και μη.
Στο Puerto Barrios Guatemala, παραμονή πρωτοχρονιάς, είμαστε καλεσμένοι οι αξιωματικοί του πλοίου κι εγώ από τους προύχοντες της United Fruit Co. στο Lion Club να κάνουμε ρεβεγιόν μαζί, να καλωσορίσουμε τον καινούργιο χρόνο, μιας επιφανειακής ας πούμε αριστοκρατικής κοινωνίας που ζούσε σε περιφραγμένη Colonia χώρια από τους ντόπιους.
Εμείς οι ναυτικοί αισθανόμαστε κάπως αμήχανοι σε αυτή την κλειστή κοινωνία του (κλαμπ των λεόντων) έτσι ονομάζονται τα μέλη, τα οποία χόρευαν, εμείς μόνο πίναμε, αν και μας προσέφεραν τις ντάμες τους για χορό, μας έλειπε η δικιά μας γυναικεία παρέα. Έτσι με ανακούφιση ακούσαμε στις 12 τα μεσάνυχτα τις σφυριξές των βαποριών που καλωσόριζαν τον καινούργιο χρόνο, ευκαιρία για εμάς να φύγουμε, προφασιστήκαμε βάρδια στο βαπόρι. Τους ευχηθήκαμε χρόνια πολλά, Ναυτικοί βλέπεις τούτη τη φορά η κοινωνία δεν άρεσε σε εμάς.
Αλλά δεν μπορούσα να το χωνέψω, πρωτοχρονιά και να πάμε μέσα, έτσι μαζί με τον δεύτερο μηχανικό ξαναβγήκαμε έξω, τούτη τη φορά ανακατευτήκαμε με τον ντόπιο λαό όπου χόρευε και γλεντούσε στο Palacio del cine ένα κέντρο Ιταλού μετανάστη. Εκεί ξημερωθήκαμε.
Ξέμπαρκοι ναυτικοί στη Νέα Υόρκη, οι καλώς εγκατεστημένοι ομογενείς συνήθως απέφευγαν να σμίξουν με ναυτικούς έτσι την βγάναμε στα καφέ Αμάν της 8ης λεωφόρου και 28 δρόμους, ή στα πεζοδρόμια της 47ης οδού όπου ήταν ξενοδοχεία για ναυτικούς και η πιάτσα για μπάρκο κλπ… Αλλά είχαμε και το Immigration να μας κυνηγά μήπως περάσει η άδειά των 29 ημερών.
Ναυτικοί στο Rotterdam για να μπούμε στα κέντρα Ambassador ή Habanera ήταν υποχρεωτική η γραβάτα. τώρα ποιος από εμάς φόραγε γραβάτα; Κανένας μας απλούστατα νοικιάζαμε μία στην είσοδο.
Στο Colombo Ceylon εμείς οι λευκοί ναυτικοί απαγορευόταν να έχουμε σχέσεις με ντόπιες γυναίκες αν ποτέ.
Στο Port Elizabeth νότιος Αφρική μας πέταξαν έξω από ελληνική καφετέρια γιατί είχαμε παρέα μας ένα Λατινοαμερικάνο κάπως σκούρου χρώματος κι αυτός να ωρύεται δεν είμαι μαύρος.
Στο Puerto La Cruz Βενεζουέλα οι τελωνιακοί κάνοντας έρευνα δήθεν για λαθραία μας πήραν όλα τα καινούργια ρούχα μας, αυτά που δεν είχαν φορεθεί. Με διερμηνέα τον ασυρματιστή έναν Κουβανό πήγαμε να διαμαρτυρηθούμε στην Aduana, δεν κάναμε τίποτε γυρίσαμε άπραγοι.
Θεέ μου, είναι τόσο δύσκολο η κοινωνία να κατανοήσει ότι και οι ναυτικοί άνθρωποι είναι κι αυτοί.
Όπως σε όλες οι κοινωνίες-οικογένειες, έτσι και στη ναυτική υπάρχουν όλων των ειδών τέχνες (ταλέντα,) άλλος είναι ποιητής, άλλος ζωγράφος, συγγραφέας, μουσικός, ψαράς, μαραγκός, νοσταλγός- ερωτευμένος, κ. ο. κ. Αυτό που ενώνει όλους αυτούς τους ανθρώπους στα ύστερά τους χρόνια, είναι η κοινή θαλασσινή τους πείρα που τόσο δύσκολα την καταλαβαίνουν οι στεριανοί.
Έτσι με μεγάλη μου χαρά δέχθηκα το κάλεσμα, του ναυτικού συλλόγου Κεφαλληνίας «Νίκος Καββαδίας» να παραβρεθώ στον εορτασμό της ναυτικής εβδομάδας στις 3 Ιουλίου 2008, στο δημοτικό θέατρο Αργοστολίου, όπου μεταξύ άλλων παρουσίασαν και έργα απομάχων και μη, ναυτικών, συγγραφέων και ποιητών. Στην συγκέντρωση εκτός για το θαλάσσιο περιβάλλον έδωσαν μια μορφή λογοτεχνικής ατμόσφαιρας όπου μας έπνιγε ο νόστος της θαλασσινής αρμύρας, μα και οι αναμνήσεις της νιότης μας.
Παρουσιαστές, ομιλητές ο πρόεδρος του Σωματείου κ. καπετάν Άγγελος Μπενετάτος και ο Γιώργος Σπηλιώτης, ο οποίος μαζί με τις κυρίες Φρόσω Μπεκιάρη και Ελένη Καδδά διάβασαν λογοτεχνικά αποσπάσματα από συγγραφείς ποιητές που έχουν να κάνουν με τη θάλασσα, μερικοί παρόντες, μεταξύ αυτών κι ένα δικό μου διήγημα «Οι Γλάροι, η Ελπίδα»
Κύριοι συντελεστές της εκδήλωσης ήταν ο καπετάν Διονύσης Μαρκέτος, ο καπετάν Βαγγέλης Μαρκέτος, τους οποίους ευχαριστώ ιδιαιτέρως ήταν αυτοί που με ξετρύπωσαν από το καταφύγιό μου στην Πύλαρο καθώς και ο φίλος Διονύσης Κοσμετάτος. Μεταξύ άλλων παρόντες ήταν ο δήμαρχος Πυλαρέων Μάρκος Κοτσιλίνης, η κ. του καπετάν Ηλία Τζιβρά, Ουρανία, Ιερείς και πλήθος κόσμου όπου αδυνατώ να περιγράψω ονομαστικώς καθότι δεν γνωρίζω.
Ήταν μια εκδήλωση δικαίωσης, αναγνώρισης, των απόμαχων ναυτικών όπου η ζωή τους έχει εξελιχθεί στο θαλασσινό στοιχείο, σε μια πλούσια περιπετειώδη πολύχρωμη παγκοσμιότητα έξω από τα στενά ελληνικά σύνορα.

Γαβριήλ Παναγιωσούλης

Τρίτη 19 Αυγούστου 2008

Η ΦΘΟΡΑ ΤΟΥ ΧΡΟΝΟΥ


Η φωτογραφία είναι ενός ταπεινού σπιτιού, για εμένα είναι το παλάτι μου το σπίτι που γεννήθηκα, η εσωτερική του διακόσμηση είναι η ίδια όπως την μέρα που γεννήθηκα, με το σανιδένιο πάτωμα, τα κυπαρισσένια πατερά, το ταβάνι είναι αυτό το ίδιο που κάθε βράδυ με το φως του λύχνου ξαπλωμένος στο αχυρένιο στρώμα μου το κοιτούσα κι έπλαθα όνειρα, πετούσα με τα φτερά της φαντασίας, ήταν η μόνη πολυτέλεια που υπήρχε πριν γνωρίσω τον κόσμο.
Εκεί πάω κάθε χρόνο και ξαναγίνομαι παιδί.
Όταν αισθανθείς τη ματαιότητα της ύλης, τότε ανακαλύπτεις την ευτυχία, η οποία δεν στέκετε μαζί σου, σου φεύγει κι εσύ την κυνηγάς, κυνηγάς, κυνηγάς…Απ’ το κυνήγι σταματάς να πάρεις ανάσα, ξεχνώντας όμως τι κυνηγάς… άρα είσαι άνθρωπος.


Η φθορά του χρόνου,


Ένα παλιό τραγούδι που μου έμαθαν στο δημοτικό σχολείο άρχιζε, (Ήρθες, ήρθες, καλοκαίρι κι ο θεός πολλά με το άγιο του το χέρι σκόρπισε καλά…)
Καλοκαίρι λοιπόν ήρθα κι εγώ στα Μαρκάτα Πυλάρου να απολαύσω τα τόσα θεϊκά αγαθά. Μπροστά μου φάνταζε ο καταπράσινος κάμπος της Πυλάρου από ελιές πουρνάρια, κυπαρίσσια, μυγδαλιές, κι ένα σωρό πράσινες μάζες. Απέναντι μου ο βορράς το βουνό καλόν όρος στην πλαγιά του φυτεμένα σπιτάκια ότι έχει απομείνει μετά από του σεισμούς από τα παλαιά 24 χωριά του δήμου, από αριστερά προς τα βορειοδυτικά σε απόσταση 5 χιλιομέτρων η φημισμένη αμμώδη παραλία του Μύρτου, από ανατολικά μου σε απόσταση 4 χιλιομέτρων η Αγία Ευφημία πρωτεύουσα της Πυλάρου, με τις πέτρινες γεμάτες βότσαλα μικρές παραλίες της. Από πίσω μου ο νότος το βουνό Αγία δυνατή ύψους 1132 μέτρων γεμάτο με ανεμογεννήτριες προς παραγωγή αιολικής ενέργειας, εκεί στους πρόποδες της αγίας Δυνατής σε ύψος 200 +μέτρων είναι χτισμένο και το πατρογονικό μου σπίτι, εκεί όπου πρωτοείδα το φως. Φαντάζει σα μια σκοπιά για ν’ αγναντεύει τους πειρατές. Ένα παλαιό χτίσμα προσεισμικό – με πέτρα και ξύλο όπου δεν έχει τίποτε το κοινό με τα νέα τσιμεντένια χτίσματα όπου γεμίζει σιγά, σιγά όλη η περιοχή. Ξεφυτρώνουν σπαρμένα εδώ κι εκεί κτίρια μέχρι τριώροφα τσιμεντένια, άλλα σε σχήμα βίλας μα και με πισίνες ενοικιαζόμενα για την τουριστική περίοδο, ακόμα και για πώληση. Όλοι οι ξένοι αγοραστές ή και ενοικιαστές Άγγλοι και Ιταλοί.
Σκέπτομαι πολλές φορές γιατί επισκέπτομαι την Πύλαρο τι είναι αυτό που με τραβάει, δεν ξέρω ίσως να είμαι επηρεασμένος από τον μύθο του Αισώπου με την πέρδικα και την κουκουβάγια που κάθε μια νόμιζε ότι το παιδί της ήταν το ομορφότερο...
Πάντως εκεί στο κάπως απομονωμένο σπιτάκι μου βρίσκω αυτό που συμπληρώνει την προσωπικότητά μου τη μορφή μου την ιδιοσυγκρασία μου, αλλά για λίγο, μετά αρχίζει η ανησυχία, η ανασφάλεια, το ανήσυχο πνεύμα ψάχνω για ένα ουτοπικό νιρβάνα κι όταν νομίζει ότι το βρήκα αυτό που λάμπει μακριά στον ορίζοντα, τότε διαπιστώνω ότι δεν ήταν αυτό που περίμενα.
Λένε ότι ο μετανάστης έχει μια διχασμένη προσωπικότητα, όταν είναι στη θετή του πατρίδα, θέλει να είναι στη φυσική του, κι όταν είναι στη χώρα που τον γέννησε αναπολεί την θετή του.
Νεαρό με έλκυσαν τα θέλγητρα των ξένων τόπων, τώρα με ελκύει η σιωπή, χάνομαι στην άβυσσο της μνήμης, απολαμβάνω τη ματαιότητα της ύλης, με αποκαρδιώνει η πνευματική μου μοναξιά. Ανήσυχος τρέχω στο διπλανό λιβάδι εκεί όπου το χόρτο φαίνετε πιο πράσινο, για να διαπιστώσω ότι είναι το ίδιο και τρέχω, τρέχω αλλάζω καταστάσεις στο τέλος με τρόμο καταλαβαίνω ότι είμαι γέννημα και θρέμμα της παγκοσμιότητας.
Ένα ανήσυχο πνεύμα όπου ζει και υπάρχει σ’ ένα φθαρμένο από το χρόνο κορμί, ψάχνοντας να βρει μια Shangri-la, χωρίς ποτέ να το παραδεχθεί ότι ο χρόνος είναι ο νικητής.

Γαβριήλ Παναγιωσούλης

Δευτέρα 16 Ιουνίου 2008

ΤΟ ΞΕΚΙΝΗΜΑ:


Αυτή η φωτογραφία είναι από την παρουσίαση του βιβλίου της Ανθολογίας της Ξενιτιάς της «Ένωσης Ελλήνων Λογοτεχνών των πέντε Ηπείρων,» στο γραφείο τύπου του ελληνικού Προξενείου, Νέα Υόρκη 2002
Εικονίζονται οι παρουσιαστές στα Ελληνικά: Γαβριήλ Παναγιωσούλης, Διονύσιος Κονταρίνης και η Κλεοπάτρα Παναγιωσούλη στα αγγλικά.


Ήταν Ιανουάριος 2008, το κρύο ήταν τσουχτερό, χιόνιζε μάλιστα.


Κοίταζα απ’ το τζάμι τις νιφάδες χιονιού, έτσι πλατιές όπως έπεφταν, να ντύνουν στα άσπρα την αυλή μου, η οποία συνόρευε με το πεζοδρόμιο κι αυτό με το δρόμο, να τα σκεπάζουν στα λευκά με το πέπλο της παρθενιάς, μια εικόνα αγνότητας, πριν τσαλαπατηθεί και λερώσει από λασπωμένο αίμα, αυτό που παράγουν τ’ αυτοκίνητα και οι άνθρωποι.
Άφησα τη σκηνή να εξελίσσεται μόνη της και πήγα στο γραφειάκι μου.


Όχι δεν έχω θαλπωρή από τζάκι, ούτε κούτσουρα στη φωτιά, όπως παριστάνουν στο βάθος οι φωτογραφίες των μεγάλων προσωπικοτήτων αλλά θέρμανση με κοινό γκάζι όπου βράζει νερό ο λέβητας και παράγει ατμό, ο οποίος αναταράζει τις σκέψεις μου όταν διαφεύγει σφυρίζοντας από τους εξαεριστήρες των σωμάτων. Το γραφειάκι μου στο υπόγειο έτσι για να μην ενοχλώ, ούτε να ενοχλούμαι. Καθόμουν λοιπόν μπροστά στο υπολογιστή μου ναυσιπλοώντας στο διάστημα, ίσως να εύρισκα και τη θεωρία του αεικίνητου, δεν βαριέσαι όμως χαμένοι κόποι άλλοι το είχαν δοκιμάσει πριν από εμένα.
Απογοήτευση με κατέλαβε, εκεί που σκεφτόμουνα λαμβάνω μια παρότρυνση του φίλου Στράτου αν ήθελα θα μπορούσε να με βοηθήσει να ιδρύσω μια ιστοσελίδα στο ιντερνετ, έτσι κι έγινε!
Από τότε μέχρι σήμερα καθημερινώς επισκέπτομαι το δημιούργημά μας, περνώ αρκετές ώρες στο γυαλί της οθόνης μου, ανταλλάσσω γνώμες απόψεις με φίλους αναγνώστες αλλά όπως όλα τα πράγματα έτσι κι αυτό ήρθε η ώρα του για μια προσωρινή ξεκούραση, μια ξεκούραση στα Μαρκάτα, Πυλάρου Κεφαλονιάς, όπου μαζί με τη νοσταλγική χαμένη μου παιδική ηλικία, θα προσπαθήσω να βρω την ξεγνοιασιά, να νιώσω του καλοκαιριού την ζεστασιά μα και τη δροσιά στης θάλασσας την αγκαλιά.
Όχι ότι θα κάνω τίποτα σπουδαία πράγματα, απλώς θα πάψω να συλλογίζομαι, να κουράζω το νου μου. Θα αναμιχθώ με τους χέρσους πέτρινους αγρούς, μόνο που τώρα έχουν γίνει αγνώριστοι από την εγκατάλειψη, έχουν χαθεί τα μονοπάτια της παιδικής μου ηλικίας, έχουν φουντώσει τα πουρνάρια, οι άγριες μάζες, τα κυπαρίσσια, οι ασφάκες, οι ελιές, το βαθύ πράσινο έχει καταλάβει όλα, όσα δεν είναι πέτρινα. Ακόμα και τα σπίτια έρημα χωμένα στο αγριόχορτο είναι σα να ντρέπονται για την κατάντια της ελληνικής υπαίθρου. Απ’ τα παράθυρά τους κρέμονται μισο-ξηραμένες βέργες από κληματαριές μοιάζουν σαν δόντια με ρίζες από νεκροκεφαλές.
Όχι πολυτέλεια, όχι ανέσεις, απλώς αναλαμπή μιας περασμένης ζωής, ένα ταξίδι στο παρελθόν, σε αυτό που άνοιξα τα μάτια μου, αυτή μου η ικανοποίηση θα με ξανακάνει παιδί, θα ξαναζήσω νοερός τον εαυτόν μου, αυτόν τον αθώο που αλλοίωσε η βιοπάλη, και θα μπω σαν το μεταξοσκώληκα στο καβούκι μου, μόνο για λίγο, θα γευτώ της μουριάς τα φύλλα, και θα είμαι ευτυχής όπως τότε.
Θα κατεβαίνω κάθε μέρα στη θάλασσα για μπάνιο, θα τρώω ένα λιτό φαγητό ότι παράγει ο τόπος, το βραδάκι ένας περίπατος, μια βόλτα έναν καφέ στην πλατεία, μια συζήτηση σ’ ένα στοχασμό αναμνήσεων, μια ερώτηση στον εαυτό μου αν υπάρχει πεπρωμένο, πάντοτε μ’ ένα αναπάντητο γιατί να μεταμορφώνεται κάποιος σε μετανάστη; Αφού δεν είναι μεταξοσκώληκας.
Ο μετανάστης ο παγκόσμιος έλληνας αναγκαστικώς έβαλε ρίζες στα μέρη όπου πήγε, ρίζωσε σα δένδρο έβγαλε κλαριά, ποτισμένες οι ρίζες με ξένο νερό, ξένος αέρας χαϊδεύει τα κλαριά του που τραγουδούν στο θρόισμα των φύλλων τους τραγούδια του τόπου όπου γεννήθηκαν.
Ο μετανάστης ο κάθε ένας με τον τρόπο του προσπάθησε να κρατήσει, ή και να μεταδώσει την ελληνική λαλιά, την ελληνική κουλτούρα είδε (φωτογραφία) έκανε ότι μπορούσε, τα κλαριά του έγιναν γηγενείς , τα άνθη τους οι απόγονοί τους, η ρίζα του έμεινε ελληνική κι όταν θα έρθει η σειρά του να φύγει από τούτο τον πρόσκαιρο κόσμο σα μετανάστης πάλι θα φύγει…
Θα τα ξαναπούμε λοιπόν φίλοι μου περίπου μετά τις 15 Αυγούστου/ 08,
Έως τότε να έχετε καλό καλοκαίρι και προπαντός υγεία.
Πιο κάτω σας αντιγράφω δυο ποιήματα της εγγονής μου 11 χρονών. Είναι ένα από τα άνθη των κλαριών τα οποία άνθισαν στην περιοχή όπου βασιλεύει η αγγλική γλώσσα. Θεώρησα καλό να τα αντιγράψω στο πρωτότυπο, ώστε να μην διαστρεβλωθεί η ερμηνεία τους από τη μετάφραση.

Γαβριήλ Παναγιωσούλης

New York

The Umbrella that Never spoke

It stood there dry
Without comfort,
Facing the window,
Rusted handle,
Torn cloth,
Waiting for water,
Still hot outside,
Drought
No hope,
No dreams,
No plans,
No rain,
No life.
***

A Special Flower


Every summer a flower blooms
With the name Hortence,
My grandmother’s name.
Amazing colors,
So radiant,
So proud,
To be flower of my grandmother,
Representing and symbolizing,
Faith,
To stand up το the wind.
Power,
To stand in pile of different flowers,
Love,
To return every year.

Cleopatra Zhonga

Σάββατο 7 Ιουνίου 2008

ΤΟ ΘΑΜΠΟΧΑΡΑΜΑ ΤΗΣ ΜΝΗΜΗΣ

Η ηλικία της Αθωότητας στα Μαρκάτα Πυλάρου!

Ο παπάς ήταν ο άξονας του χωριού όπου γύρω του στροβιλιζόταν ολόκληρη η γη. Γύρω του ζούσε κι ανάπνεε η κοινωνία του χωριού. Ήταν ένα κινητό ληξιαρχείο, κρατούσε σε τετράδιο τις γεννήσεις, βαφτίσεις και θανάτους των πιστών, όταν γέμιζε το πέταγε σε μια γωνιά, υπόγραφε τα πιστοποιητικά γεννήσεως κάτω από το (ο εφημέριος). Το καλοκαίρι σε ανομβρία με την εικόνα της Παναγίας έβγαινε σε λιτανεία στους χωματένιους δρόμους του χωριού παρακαλώντας την να βρέξει. Και πολλές φορές γύριζαν λασπωμένοι απ’ τη βροχή. Οι πιο παλαιοί λέγανε ότι διάλεγε τις μέρες που ήταν νέο φεγγάρι και υπήρχε η πιθανότητα ν’ αλλάξει ο καιρός. Τα πιτσιρίκια λέγανε ότι όταν πεθάνει ένας παπάς τον βάζουν στο φέρετρο καθιστό, ποτέ ξαπλωμένο όπως τους κοινούς θνητούς.
Το χωριό ετοιμαζόταν, θα γινόταν η βάφτιση της μπέμπας κόρη της Πηνελόπης, ειδοποίησαν τον παπά, έφεραν την κολυμπήθρα στο σπίτι, σε όλες τις γωνίες του σπιτιού ήταν κρυμμένα παιδιά και περίμεναν ν’ ακούσουν το όνομα αυτής ώστε να τρέξουν να δώσουν τα συχαρίκια στη μάνα που κρυβόταν στο διπλανό δωμάτιο κάνοντας τάχα ότι δεν ήξερε τι όνομα θα έδιναν στο παιδί της ο νονός. Αυτός που θα έφτανε πρώτος και θα φώναζε τ’ όνομα θα έπαιρνε, και το δώρο. Το μυστήριο της βάφτισης άρχισε, τα παιδιά σπρώχνονταν να δουν το θέαμα, μα και ν’ ακούσουν και το όνομα αυτής, ώστε να δώσουν τα συχαρίκια στην μάνα.
Ένας πιτσιρικάς ο γιος του Μεμά έμεινε με το στόμα ανοιχτό καθώς ο παπάς βουτούσε την μπέμπα στην κολυμπήθρα, φωνάζοντας και το όνομα αυτής;
Με μιας ξέχασε γιατί είχε πάει, ξέχασε να τρέξει να φωνάξει το όνομα στη μάνα, απόρησε, γύρισε το κεφάλι του και ρώτησε τα άλλα παιδιά, μα καλά γιατί το μωρό δεν έχει κότα; (πουλάκι)
Η γριά Ευανθία, που ήταν και μοιρολογίστρα έστεκε παρέκει κι άκουσε την συζήτηση πετάχτηκε σα σπίθα και είπε: Μα της την έκοψε ο παπάς.
Της την έκοψε ο παπάς, της την έκοψε ο παπάς επαναλάμβαναν σα (χορωδία) τα πιτσιρίκια του χωριού.
Ο γιος του Μεμά έμεινε αποσβολωμένος, σκέφτηκε ότι έχει πολύ δύναμη ο παπάς, αφού ο ίδιος εκτός του να κόβει κότες, χτυπούσε την καμπάνα το πρωί για σχολείο, το απόγευμα για το απογευματινό, μα και πριν κάτσει ο ήλιος για βράδυ, στις εορτές για να πάει ο κόσμος στην εκκλησία. Στους θανάτους ο χτύπος της καμπάνας συντροφεύει τους νεκρούς ως την τελευταία τους κατοικία, λες και μπορούσαν να την ακούσουν. Έτσι ο γιος του Μεμά πήγε ως παπαδοπαίδι στο ιερό, φύσαγε τα καρβουνάκια κι έβανε λιβάνι στο θυμιατό, έβαζε σε καμινέτο το ζέον, ακολουθούσε με τα εξαπτέρυγα την περιφορά του ευαγγελίου και φιλούσε το χέρι του παπά. Πολλές φορές έλεγε και το πάτερ ημών. Συντρόφευε τον παπά στα σπίτια παραμονή φώτων για τον απαραίτητο αγιασμό και σιγο- έψαλλε μαζί του το «εν Ιορδάνη…»
Του κρατούσε και το θυμιατό στα τρισάγια πάνω από τους τάφους. Κατά κάποιον τρόπο ο παπάς αντιπροσώπευε τη μόνη «εναπομείνασα γνήσια ελληνική» αρχή, στα μαύρα χρόνια της ξένης κατοχής, της σκλαβιάς.
Επιτέλους ήρθε η μέρα που οι καμπάνες σήμαναν χαρμόσυνα για την απελευθέρωση, έφυγαν οι κατακτητές. Χαράς ευαγγέλια.
Ο γιος του Μεμά βρέθηκε έξαφνα μπρος στο χάος που ενέσκηψε στην ελληνική ύπαιθρο απ’ το κενό εξουσίας, μα και την πάλη προς απόκτησή της από διάφορες ομάδες ελλήνων. Πρόσφεραν όλοι τους τη δική τους δικαιοσύνη και την σερβίριζαν σε πιάτο με κομμένες κεφαλές αντιπάλων σαν να ήταν το κεφάλι του Αϊ Γιάννη. Αυτό ήταν το τέλος της παιδικής του ηλικίας, σαν εκεί να σταμάτησε το τρέξιμο του χρόνου, και με μιας βρέθηκε ενήλικας στον αγώνα επιβίωσης, με παιδική όψη, ποτισμένος με του χωριού την αθωότητα, μουσκεμένος με θαλασσινή αρμύρα να ζητιανεύει σε ξένα μέρη για μια θέση κάτω απ΄ τον ήλιο και το χειρότερο χωρίς παπά.

Γαβριήλ Παναγιωσούλης

Παρασκευή 30 Μαΐου 2008

Η ΞΕΚΟΥΡΑΣΗ ΤΗΣ ΨΥΧΗΣ:

Ο παπάς προσπάθησε να διώξει απ’ το μυαλό του την εικόνα του έλληνα ναυτικού που είχε γνωρίσει, αυτού που σα νονός βάβφτισε στην εκκλησία του, το μωρό της Μαγδαλένας ιδιοκτήτριας μπαρ και πανσιόν, όπου σύχναζαν ναυτικοί.
Στριφογύριζε στο κρεβάτι του χωρίς να τον παίρνει ο ύπνος.
Σηκώθηκε, ήταν νύχτα ακόμα. Είχε αρχίσει να βρέχει, ο αέρας σφύριζε μπαίνοντας από τις χαραμάδες, ένας αέρας ζεστός, υγρός, με το που θα σταματούσε να φυσά ήξερε ότι θα ερχόταν τα κουνούπια, ευτυχώς που το κρεβάτι του είχε σκεπή από κουνουπιέρα.
Κοίταξε απ’ το παράθυρο, μπροστά του ήταν τα φώτα ξενοδοχείου του φίλου του έλληνα ναυτικού, αυτού που είχε αρνηθεί να βοηθήσει το μωρό, όταν η γυναίκα του πέθανε στη γέννα. Τώρα είναι αργά σκέφτηκε, ο φίλος μου πέθανε.
Η μοναξιά τον έπνιγε, το ανθρώπινο ένστικτό του ζητούσε παρέα, κάποιον να μιλήσει, αλλά δεν τόλμησε να πάει προς το ξενοδοχείο που ήξερε ότι θα εύρισκε παρέα.
Θυμήθηκε τα χθεσινά, την πράξη του, κράτησε τα χρήματα για τον εαυτό του με το πρόσχημα ότι θα τα έδινε στην εκκλησία, αυτά που του έδωσε η μάνα του άρρωστου δολοφόνου, -αυτού που είχε σφάξει εν πλω συνάδελφο του ναυτικό, σε ελληνικής ιδιοκτησίας βαπόρι που έπλεε κάτω από τους νόμους της Λιβερίας όπου ήταν η σημαία του πλοίου,- για να δώσει άφεση αμαρτιών του γιου της ώστε να ανοίξει η πύλη του παραδείσου.
-Ετοιμάσου τέκνο μου να μετανιώσεις…
-Ώστε θα πεθάνω παπά μου; Α! τώρα καταλαβαίνω, ήρθες να πάρεις την ψυχή μου, φύγε παπά μου, φύγε να μη σε βλέπω.
Αισθάνθηκε σα ράπισμα από την προσβλητική γι’ αυτόν άρνηση του άρρωστου να τον δεχτεί. Στα αυτιά του ακόμα ηχούσαν οι εφιαλτικές στριγκλιές των γυναικών που μαζεμένες στην αυλή περίμεναν το θάνατο του άρρωστου δολοφόνου, κι άρχισαν τα μοιρολόγια όταν είδαν τον παπά να βγαίνει απ’ το δωμάτιο του, νομίζοντας ότι όλα τελείωσαν.
Για ότι μου συμβαίνει δεν φταίω εγώ, σκεφτόταν, το έκανα για να μη κακοκαρδίσω τους πλούσιους. Άρχισε να κλαίει, με το κλάμα ξεκουράστηκε η ψυχή του, τον πήρε ο ύπνος. Όταν ξημέρωσε, η βροχή είχε σταματήσει, τα σύννεφα προσπαθούσαν να κρύψουν τον ήλιο, αλλά μια του αχτίδα πέρασε, φώτισε του παπά το δωμάτιο.
Ξύπνησε αισιόδοξος, η καινούργια μέρα αναζωογόνησε τις ελπίδες του κι έθαψε βαθιά στη λήθη του παρελθόντος τα περασμένα, χωρίς όμως να μπορέσει να ξεφύγει από το πεπρωμένο, αυτό που ήταν προδιαγεγραμμένο στην τροχιά της ζωής του.

Γαβριήλ Παναγιωσούλης