Δευτέρα 28 Οκτωβρίου 1940
Κοιμήθηκα δύο το πρωί
διαβάζοντας Μακρυγιάννη. Στις τρεις και μισή μια φωνή μέσα απ’ το τηλέφωνο με ξύπνησε: «έχουμε πόλεμο» Τίποτε άλλο, ο
κόσμος είχε αλλάξει:
Λόγια του Γιώργου Σεφέρη
Το αφήγημα «Στο άλογό μου» γράφτηκε στο χωριό Κούδεσι το 1941
και πρωτοδημοσιεύτηκε στον τόμο «Το
Θαύμα της Αλβανίας απ' τη σκοπιά της ΙΙΙ Μεραρχίας» του Ξένου Ξενίτα το 1945.
Του Πολέμου (απόσπασμα)
Κείνο το χειμώνα σαλαγούσα ένα φορτωμένο μουλάρι στους
κατσικόδρομους της παραλιακής Αλβανίας. Λένε πως το ζώο με πήγαινε και με
κυβερνούσε. Το ίδιο μου κάνει.
Νύχτωνε. Από τα χαράματα περπατούσα κάτω από τη βροχή. Ούτε
στιγμή δεν είχα βρει έν' απάγκιο. Ούτε κάτι να φάω. Μασούσα πού και πού κανένα
φυλλαράκι ελιάς. Μέσα σε μιαν αδειανή ιταλική χειροβομβίδα από 'κείνες που
ανοίγαμε με μια φουρκέτα -πού βρίσκαμε τέτοιο είδος;- κάνοντές τες ταμπακέρες,
φύλαγα μερικά τσιγάρα μα δεν είχα σπίρτα. Δεν συναντούσα ψυχή. Τα περισσότερα
μουλάρια της μονάδας μου είχαν χωθεί ίσαμε το κεφάλι στη λάσπη μιας κατηφοριάς.
Τα πιο άξια είχανε φθάσει σ' ένα μοναστήρι ερειπωμένο πέρ' από το Δέλβινο και
ξεκουράζονταν. Δεν ήξερα πού πήγαινα. Πόσο θα βαστούσα. Αν γλιστρούσα κι έπεφτα
δεν θα ξανασηκωνόμουνα. Το ίδιο και το μουλάρι. Οι κατεβασιές από τους
χειμάρρους όλο και θέριευαν. Σκεφτόμουνα τη θάλασσα, τη σιγουριά της, το γιατί
ποτέ δεν τη φοβήθηκα. Να πνίγεσαι στη θάλασσα, μουρμούριζα, είναι φυσικό - στη στεριά
είναι κάτι που 'χει μέσα του μπαμπεσιά. Ένιωθα την ατίμωση ενός θανάτου από
γλυκό νερό, μέσα στη λάσπη. Ξαφνικά κουτρήσαμε και οι δυο πάνω σε κάτι που θα
'πρεπε να 'ταν τοίχος. Το χαλινάρι ξέφυγε από τα χέρια μου. Το μουλάρι,
ελεύθερο, γύρισε δεξιά και πήγε σύρριζα. Ακολουθούσα ακουμπώντας το χέρι μου
στα λιθάρια ενός τοίχου που δεν ήταν χτισμένος -μιας ξερολιθιάς- ώσπου είδα το
ζώο να δρασκελάει το κάτω μέρος μιας ξύλινης πόρτας και να γονατίζει στη μέση
μιας αυλής έτσι, καθώς ήταν φορτωμένο. Μια μυρωδιά κοπριάς και άχυρου είχε
πιλοτάρει προς τα 'κεί το μουλάρι. Στάθηκα προσπαθώντας να ξεχωρίσω γύρω μου.
Είδα ένα χαμηλό σκοτεινό σπίτι στο βάθος. Προχώρησα, βρήκα την πόρτα και
χτύπησα. Ξαναχτύπησα, τίποτα. Ξαρματώθηκα και τον γκρα και χτύπησα κάνα - δυο
δυνατές με τον υποκόπανο. Άκουσα μια βαριά φωνή από μέσα:
- Τι ζητάς τέτοιαν ώρα; Άμε καλιά σου...
Απόσπασμα
Νίκος Καββαδίας
Ο πατέρας ακουμπούσε στο σύρμα της αυλής, αυτό που η μάνα μας άπλωνε
τα ρούχα να στεγνώσουν, συζητούσε με τα αδέλφια του, με την νόνα μου.
Θα έχουμε πόλεμο ως φαίνεται…
Οι καμπάνες της εκκλησίας χτυπούσαν τρελά χαρμόσυνα, νικά ο στρατός
μας στο μέτωπο.
Εμείς μικρά παιδάκια τρέχαμε χαρούμενα λες και ήταν γιορτή…
Τα τραγούδια της Σοφίας Βέμπο σε κάθε στόμα:
Ο ενθουσιασμός των
κατοίκων άναψε σαν την φλόγα σε προσάναμμα θρούμπης, δεν πρόλαβε να δώσει φωτιά
να κάμει θράκα, να ψήσουν σφαχτά και να γλεντήσουν όπου πλάκωσαν τα Ιταλικά
στρατεύματα κατοχής, μαζί τους κουβαλούσαν την πείνα και την δυστυχία.
Τα πρώτα χρόνια κατοχής πέθαναν τα δυο αδέλφια
του πατέρα μου φυματικά μαζί και η νόνα,
ήρθε ο κλίβανος από το Αργοστόλι να απολυμάνει το σπίτι των χτικιασμένων, στα
ιμάτιά τους έβαλαν φωτιά, εμείς που απομείναμε, μέσα στην σκοτοδίνη του πολέμου, μέσα στην
φτώχεια και τις αρρώστιες χάσαμε
την παιδική μας ηλικία μας την έκλεψαν…
Μετά ήρθε η θάλασσα
Γαβριήλ Παναγιωσούλης
1 σχόλιο:
...strong memories, from every one... kisses and friendship, Yiota "astoriani", NY
Δημοσίευση σχολίου